κάλυξις

κάλυξις
κάλυξις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο
2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» — κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *καλύσσω (< κάλυξ, -υκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλύξεις — κάλυξις fem nom/voc pl (attic epic) κάλυξις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυξι — κάλυξ covering fem dat pl (epic) κάλυξις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυξιν — κάλυξ covering fem dat pl (epic) κάλυξις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”